πασπαλάς

πασπαλάς
ο [πασπάλη]
1. χοιρινό ή αρνήσιο κρέας το οποίο διατηρείται αλατισμένο και με το λίπος του σε πήλινα αγγεία
2. χυλός από αλεύρι, λάδι και τεμαχισμένα κρεμμύδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”